motoGP

  • Latest News

    Yamaha RD350F


    40 χρόνια έχουν περάσει από την παρουσίαση του πρώτου Yamaha RD 350 το 1973, μια μοτοσικλέτα που έκανε τις υψηλές επιδόσεις στο δρόμο προσιτές στον απλό αναβάτη.
    Δεν έχει υπάρξει πιο ταιριαστό ζευγάρι αρκτικόλεξων σε μοντέλο μοτοσικλέτας από το RD με το οποίο χαρακτήριζε το φανταστικό, Race Developed (εξελιγμένο στους αγώνες), δικύλινδρο δίχρονό της. Ηταν το 1973, επομένως η σειρά αυτή γιορτάζει φέτος την 40ή επέτειο της άφιξης του τρελά εύστροφου κινητήρα, της εξάτμισης που ουρλιάζει και του περιστασιακού σύννεφου από μπλε καπνό.

    Τα πρώτα Yamaha RD 350

    Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο χαρακτηρισμός RD ήταν ακριβής, επειδή το Yamaha RD 350 και το όμοιό του Yamaha RD250 ήταν στενά συνδεδεμένο με τα αερόψυκτα δικύλινδρα Yamaha TR 350 των 350cc και Yamaha TR 250 των 250cc που γνώρισαν μεγάλο αντίκτυπο στην αγωνιστική σκηνή. Για τους γρήγορους αναβάτες δρόμου της εποχής, δεν υπήρχε άλλη μοτοσικλέτα που να μπορεί να τους μεταφέρει τόσο κοντά στον συναρπαστικό κόσμο της τεχνολογίας και της πίστας ή στο λαμπερό κόσμο των σπουδαίων αναβατών της Yamaha όπως ο Phil Read και ο Jarno Saarinen.
    Αυτά τα πρώτα Yamaha RD 350 ήταν και πολύ επιτυχημένα και πολύ γρήγορα και απετέλεσαν την αρχή μιας δημοφιλούς σειράς που περιλάμβανε το μεγαλύτερου κυβισμού Yamaha RD 400 καθώς και το μικρότερου Yamaha RD250 κι έδωσε ζωή στην δεκαετία του ’80 με το υγρόψυκτο Yamaha RD 350 LCμαζί με το μοντέλο με το Power Valve και τη ρέπλικα με τον V-4 κινητήρα, Yamaha RD 500LC. Μέχρι την εποχή που η σειρά Yamaha RD σταμάτησε στα μέσα της δεκαετία του ’90, το κύρος της ως η κορυφαία δίχρονη οικογένεια στον κόσμο της μοτοσικλέτας δεν αμφισβητήθηκε.

    Πώς φτάσαμε στα RD

    YamYR5_03
    Ο πρόγονος του RD ήταν το Yamaha YR-5 350 του 1970.
    Η δυναστεία Yamaha RD ξεκίνησε το 1973 αλλά οι ρίζες της φτάνουν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60 με το YamahaYDS-2 250cc που ήταν το πρώτο δίχρονο Yamaha που έγινε εξαγωγή. Το Yamaha YDS-2 έμοιαζε παλιομοδίτικο αλλά ήταν γρήγορο και αξιόπιστο και κέρδισε μια καλή φήμη. Το Yamaha YR1 που ακολούθησε το 1967 ήταν ακόμη δυνατότερο αλλά και πάλι ξεπερασμένο αισθητικά, όπως και το Yamaha YR3 που παρουσιάστηκε δύο χρόνια αργότερα.
    Το Yamaha YR5 των 350cc του 1970 ήταν το μοντέλο που έβαλε τα θεμέλια για την επιτυχία της σειράς RD. Γνωστό επίσης ως το R5, ήταν μια πολύ πιο μοντέρνας αισθητικής μοτοσικλέτα με κομψό και απλό σχέδιο που εξακολουθεί να μας είναι οικείο ακόμη και σήμερα. Ήταν γρήγορο, έφτανε τα 150km/h, έστριβε καλά και μύησε αρκετούς αναβάτες στις επιδόσεις των δίχρονων δικύλινδρων κινητήρων.
    Ήταν όμως το Yamaha RD 350 που πραγματικά έβαλε τα δίχρονα roadster στο χάρτη όταν παρουσιάστηκε το 1973. Τα αρχικά του ήταν δουλειά μαρκετινίστικης ευφυΐας και αντανακλούσε εντυπωσιακά αποτελέσματα από τους αγώνες.
    Τα 350άρια της Yamaha έτρεχαν μαζί με πολυκύλινδρα 750άρια, είχαν κερδίσει όμως σπουδαίους αγώνες, όπως τοDaytona 200 με αναβάτες τους Don Emde και τον Jarno Saarinen. Ο φοβερός Φιλανδός είχε πάρει το πρωτάθλημα στα 250cc μετά τους Rod Gould και Phil Rea– κι αυτοί με Yamaha.
    Τo Yamaha RD 350 δεν είχε υγρόψυκτο κινητήρα όπως το αγωνιστικό του Saarinen (ή το Yamaha TZ350, το production racer που παρουσιάστηκε επίσης το 1973) αλλά ήταν μια σημαντική μοτοσικλέτα. Το σχέδιό  της χρωστούσε πολλά στοYamaha YR5 αλλά το μεγαλύτερο ρεζερβουάρ, η μακρύτερη σέλα και ο μαύρος κινητήρας, του έδωσαν νέα εμφάνιση.
    YamYR5_19

    Torque Induction

    Η μεγάλη τεχνολογική του καινοτομία ήταν η βαλβίδα reed Torque Induction στο σύστημα εισαγωγής που βελτίωσε την αποτελεσματικότητα της εισαγωγής μειώνοντας την ποσότητα του καυσίμου που επέστρεφε στην εισαγωγή. Αυτό επέτρεψε στη Yamaha να αυξήσει τη μέγιστη ισχύ ενώ παρείχε χρήσιμη ισχύ και ομαλή λειτουργία στις χαμηλές στροφές. Η μέγιστη ισχύς ήταν 39hp στις 7500rpm και ήταν 3hp πάνω σε σχέση με το του Yamaha YR5. Στις περισσότερες αγορές κυκλοφόρησε με 6τάχυτο κιβώτιο, σε μερικές χώρες όμως (όπως η Αγγλία) πουλήθηκαν μοντέλα χωρίς την έκτη. Το στήσιμό του είχε βασιστεί σ’ αυτό του Yamaha YR5 με τα δύο αμορτισέρ πίσω, αλλά με δίσκο εμπρός αντί για ταμπούρο.
    YaRD350_31
    Το Yamaha RD 350 του 1973 είχε βαλβίδα reed Torque Induction κι έτσι είχε πολύ περισσότερη χρήσιμη ισχύ στις μεσαίες στροφές, χωρίς να χάσει δύναμη από τις υψηλές, κάτι που δεν είχε κανένα άλλο δίχρονο δικύλινδρο της εποχής του.
    Αυτές οι αλλαγές μπορεί να μην μοιάζουν και πολύ εκτεταμένες αλλά προστήθηκαν σε μια σημαντική βελτίωση όπως τόνιζε το βρετανικό περιοδικό Motorcycle Mechanics σε άρθρο με τίτλο «Το 350 της Yamaha έχει διανύσει πολύ δρόμο». Ο συντάκτης του περιοδικού έγραφε: «Δεν εντυπωσιαστήκαμε από το Yamaha YR5 και το Yamaha RD 350 είναι μόνο μια αναβαθμισμένη έκδοση του παλιότερου μοντέλου, αλλά η διαφορά τους είναι πολύ μεγάλη».
    Το Torque Induction ήταν η αιτία για τη βελτίωση αυτή, όχι τόσο στην περισσότερη δύναμη στις μεσαίες στροφές αλλά στον να επιτρέψει περισσότερη ισχύ στις υψηλές στροφές χωρίς να χάσει δύναμη στις χαμηλότερες. Το περιοδικό κατέγραψε τελική ταχύτητα 170km/h αλλά και άνετο ταξίδι με πάνω από 140km/h σε όρθια θέση.
    Η οδική συμπεριφορά είχε αξιολογηθεί ως «ΟΚ» αλλά αυτό έγινε επειδή η μοτοσικλέτα δοκιμής είχε παραδοθεί για ανεξήγητους λόγους με «κυριολεκτικά τελειωμένα λάστιχα» που μέχρι το τέλος της ημέρας είχαν φθαρεί τόσο ώστε να μην μπορεί να οδηγηθεί πια η μοτοσικλέτα. [Μια στιγμιαία αμέλεια ενός υπευθύνου αφήνει στίγμα στη μοτοσικλέτα 40 χρόνια μετά!]. Ο δίσκος εμπρός όμως ήταν «δυνατός και προοδευτικός και ήταν ό,τι έπρεπε για να γίνει η δουλειά». Και τέλος τοRD ήταν φτηνότερο από το Honda CB 750 και τα άλλα τετράχρονα που ήταν μπροστάρηδες της επανάστασης των superbikes.
    Οι Αμερικάνοι δημοσιογράφοι ήταν ομοίως εντυπωσιασμένοι. Το Cycle Rider έγραψε ότι «οι επιδόσεις και η επιτάχυνση του RD είναι φανταστικές» και περιέγραψε ότι η ανάρτηση του είναι «η καλύτερη που παράγεται σήμερα». Το Cycle Guide έγραφε κι αυτό με ενθουσιασμό: «Την πρώτη φορά που θα ρίξει το 350 σε μια σφιχτή στροφή αρχίζεις να καταλαβαίνεις τις αγωνιστικές της καταβολές. Μπαίνεις στη στροφή με την απορία αν θα τα καταφέρεις. Βγαίνεις από την ίδια στροφή με την απορία γιατί δεν μπήκες πιο γρήγορα».
    Δεν είναι περίεργο ότι το Yamaha RD 350 έκανε πολύ καλές πωλήσεις και στις δύο μεριές του Ατλαντικού. Το ίδιο ίσχυε και για το Yamaha RD 250 που σε μερικές χώρες είχε το πλεονέκτημα ότι μπορούσε να οδηγηθεί από αρχάριους αναβάτες. Οι μόνες διαφορές ανάμεσα στο Yamaha RD350A και Yamaha RD250A το 1974 ήταν τα χρώματα, τα γραφικά του ρεζερβουάρ και η παχύτερη σέλα. Το 1975 τα χρώματα άλλαξαν από κόκκινο και μπλε σε ασημί για το Yamaha RD350B και μπρονζέ για το Yamaha RD 250B.

    Η εξέλιξη, ισχυρότερος κινητήρας και το Yamaha RD 400

    Yam_RD400C_76_l34_sta
    Το Yamaha RD 400 παρουσιάστηκε το 1976 και αν και ήταν αρκετό όμοιο με το 350 ήταν ισχυρότερο στις μεσαίες στροφές. Οι αυξανόμενες προδιαγραφές ρύπων το καταδίκασαν.
    Τo 1976 έγινε μια μεγάλη αλλαγή με την άφιξη του Yamaha RD 400C με το γωνιώδες ρεζερβουάρ (“coffin” tank), τα αγωνιστικά γραφικά της Yamaha με τα τετράγωνα (Speed Block) και σημαντικά αναβαθμισμένο κινητήρα. Είχε νέο στρόφαλο με μεγαλύτερη διαδρομή στις μπιέλες που αύξησε τη χωρητικότητα στα 398cc, ενώ ταυτόχρονα τοποθετήθηκαν νέου σχήματος πιστόνια, μεγαλύτερο φιλτροκούτι, νέα καρμπιρατέρ και έγιναν βελτιώσεις στο θυρίδωμα. Η μέγιστη ισχύς ήταν των 40bhp ήταν λίγο πάνω από αυτή του 350 και του ανταγωνισμού του, αλλά το μεγαλύτερο όφελος είχε έρθει στο μεσαίο φάσμα στροφών.
    Το στήσιμο του Yamaha RD350 είχε διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό και στο Yamaha RD 400 αλλά ο κινητήρας είχε ελαστικές βάσεις και εδραζόταν πιο μπροστά στο ατσάλινο κλειστό σωληνωτό πλαίσιο. Η μοτοσικλέτα είχε επίσης νέες χυτές ζάντες με επτά ακτίνες και δισκόφρενο στον πίσω τροχό. Το Yamaha RD 400 έγινε δημοφιλής μοτοσικλέτα δρόμου και για club racing. Πουλούσε καλά και ως Yamaha RD400E δύο χρόνια αργότερα με έξτρα 4hp.
    Οι προδιαγραφές ρύπων όμως γίνονται πιο αυστηρές όμως και απειλούν με αφανισμό τα δίχρονα. Το Yamaha RD 400ήταν το τελευταίο αερόψυκτο δίχρονο δικύλινδρο της Yamaha που έτσι σταμάτησε αυτή τη σειρά με το κεφάλι ψηλά. Στο μεταξύ τα δίχρονα της εταιρίας εξακολουθούσαν να είναι κορυφαία στην πίστα. Το 1980 ο Νοτιοαφρικάνος Jon Ekeroldκέρδισε το Παγκόσμιο πρωτάθλημα των 350cc με ένα TZ 350 με πλαίσιο Bimota, ενώ ο Kenny Roberts έκανε hat-trick με τους τίτλους στα 500cc.
    Yam_RD400C_76_lcorn

    Υγρόψυξη: Yamaha RD 350LC

    Και προς το τέλος αυτής της χρονιάς ήρθε το πολυαναμενόμενο Yamaha RD 350LC κι έδωσε ένεση ζωής στο μοντέλο ως μοτοσικλέτα δρόμο. Ο κινητήρας του απέδιδε 47hp στις 8.500rpm. Τα υδροχιτώνια επέτρεπαν πιο σταθερή θερμοκρασία στον κινητήρα και μικρότερες ανοχές καθώς και λιγότερο θόρυβο. Ακόμη κι έτσι, το LC δεν μπόρεσε να περάσει τις πολύ αυστηρές προδιαγραφές ρύπων στην Αμερική.
    YamRD350LC_38
    Στο τέλος του 1980 παρουσιάστηκε το υγρόψυκτο Yamaha RD 350LC. Η μοτοσικλέτα αυτή ήταν το όνειρο του κάθε νεαρού αναβάτη εκείνη τη δεκαετία.
    Το στήσιμο είχε επηρεαστεί αρκετά από τα αγωνιστικά της Yamaha. Τα δύο αμορτισέρ της Yamaha RD 400αντικαταστάθηκαν από το ψαλίδι με σύστημα μοχλισμού και μονό αμορτισέρ που βρισκόταν διαγώνια κάτω από τη σέλα. Οι ζάντες των 18in είχαν κομψά σχεδιασμένες καμπύλες ακτίνες, αλλά κατά τα άλλα το πλαίσιο ήταν συμβατικό, με διπλό κλειστό πλαίσιο και διπλό δίσκο εμπρός με ταμπούρο πίσω. Το Yamaha RD 250LC που παρουσιάστηκε την ίδια εποχή, ήταν σχεδόν ίδιο εκτός από τον μονό δίσκο εμπρός.
    Η άφιξη του LC στα μέσα της δεκαετίας του ’80 σκιάστηκε από ένα πρόβλημα στο καρμπιρατέρ που προκάλεσε μια βύθιση ισχύος στις μεσαίες στροφές. Το πρόβλημα λύθηκε αρκετά σύντομα μέσα στην εγγύηση και μετά απ’ αυτό ηYamaha δεν ξανακοίταξε πίσω της. Για τους αναβάτες που έψαχναν υψηλές επιδόσεις με χαμηλή τιμή καμία άλλη μοτοσικλέτα δεν μπορούσε να πλησιάσει τις προσδοκίες τους τόσο πολύ. Με απόδοση 47hp και τελική ταχύτητα175km/h, επιτάχυνση που σήκωνε την εμπρός ρόδα και καλή συμπεριφορά στην πίστα το Yamaha RD 350LC ήταν φτιαγμένο από το υλικό που των ονείρων του κάθε εφήβου που ένιωθε την ταχύτητα θέλει να βγει από μέσα του.
    YamRD350LC_01

    Αγώνες

    Το LC προωθήθηκε και από τους εντυπωσιακούς αγώνες ενιαίου, το θρυλικό πια Yamaha RD 350 Pro-Am Series. Ξεκίνησε στην Αγγλία και με μερικούς επαγγελματίες αναβάτες που έτρεχαν μαζί με ερασιτέχνες (εκεί χρωστάει το όνομά του – Pro: επαγγελματίας, Am: amateuer: ερασιτέχνης) ανάμεσα στους οποίους ήταν κι ο μελλοντικός εργοστασιακός αναβάτης GP 500, Niall Mackenzie. Οδηγούσαν το όλοι πανομοιότυπα Yamaha RD 350 LC, προετοιμασμένα από τηYamaha. Οι αναβάτες έπαιρναν τη μοτοσικλέτα που θα οδηγούσαν τραβώντας κλειδιά από ένα καπέλο. Το θέαμα ήταν συναρπαστικό και καθώς το έδειχνε και η τηλεόραση έγινε τόσο δημοφιλές που το πρωτάθλημα έγινε διεθνές με αναβάτες από πολλές ευρωπαϊκές χώρες και την Αυστραλία.

    Το τέλος του Yamaha RD 250LC

    Και οι δύο εκδόσεις του LC έμειναν χωρίς αλλαγές το 1981 και ‘82. Ενώ όμως το μεγαλύτερο μοντέλο πήγαινε από το καλό στο καλύτερο, το Yamaha RD 250LC έπεσε θύμα της ίδιας της επιτυχίας του 250LC καθώς οι νέοι αναβάτες περιορίστηκαν από τα «δυνατά» 250άρια στα 125cc σε μερικές χώρες. Οι πωλήσεις βούτηξαν από τις 20.000 μονάδες στην Ευρώπη τα πρώτα δύο χρόνια στο ένα δέκατο του αριθμού αυτού το 1982. Τουλάχιστον η Yamaha είχε επεκτείνει τη γκάμα RD με το μονοκύλινδρο Yamaha RD125LC και με το Yamaha RD 80LC με όμοιο design αλλά πιο ελαφρύ και πιο φτηνό.

    Επιτέλους! Power Valve

    Το σλόγκαν Race Developed επανήλθε το 1983 στο προσκήνιο με μια αναβάθμιση που ήρθε κατευθείαν από την πίστα. Το νέο μοντέλο εξακολουθούσε να ονομάζεται Yamaha RD 350LC σε μερικές χώρες, αλλά σε άλλες ονομαζόταν RZ 350. Είτε έτσι, είτε αλλιώς είχε φέριγνκ bikini και ένα αναβαθμισμένος κινητήρα η εξάτμιση του οποίου είχε ένα σπουδαίο νέο χαρακτηριστικό: Yamaha Power Valve System, εν συντομία YPVS.
    Το power valve είχε παρουσιαστεί στο αγωνιστικό Yamaha TZ 350H το 1981 και ήταν μια κυλινδρική βαλβίδα, τοποθετημένη στη θυρίδα εξαγωγής του κάθε κυλίνδρου. Έμενε ανοιχτή όταν το γκάζι ήταν ανοιχτό και μετά περιστρεφόταν όταν το γκάζι έκλεινε για να μειώσει το ύψος της θυρίδας εξαγωγής, αυξάνοντας την ισχύ στις μεσαίες στροφές. Το μοντέλο με το YPVS είχε νέο στήσιμο με ανάρτηση με ρυθμιζόμενο ύψος πίσω – ένα χαρακτηριστικό που έπρεπε να περάσουν τρία χρόνια για να υιοθετηθεί από το producion racer Yamaha TZ 350.
    Η απόδοση στην ευθεία ήταν λίγο καλύτερη, αν και οι δυνατότερες μεσαίες στροφές δεν του έδιναν πάντα την αίσθηση ότι είναι ταχύτερο. Όμως έστριβε καλά, ήταν αξιόπιστο και έγινε άλλο ένα πολύ δημοφιλές μοντέλο. Πουλήθηκε μάλιστα και τις ΗΠΑ, στις 49 από τις 50 πολιτείες με επεμβάσεις που έκανε η Yamaha USA που του έκανε αλλαγές στα καρμπιρατέρ, τους έβαλε καταλύτη και τα πέρασε από τις δοκιμές ρύπων. Δεν μπόρεσαν να το αποκτήσουν οι κάτοικοι στη Καλιφόρνια αν και ο Καλιφορνέζος Kenny Roberts πρωταγωνιστούσε στη διαφημιστική καμπάνια του εντυπωσιακού και φτιαγμένου μόνο για την Αμερική, κίτρινου μαύρου Yamaha RZ 350.

    Yamaha RD 500LC  - Ο βασιλιάς των RD

    Ya500LC_01
    Το Yamaha RD 500LC ήταν μια ρέπλικα δρόμου της μοτοσικλέτας GP.  Παρά τη μηδαμινή της πρακτικότητα διατηρεί ένα αξιοζήλευτο κύρος ακόμη και σήμερα.
    Yamaha ήταν μεγάλη δύναμη στα GP 500 τη δεκαετία του ’80 μετά το hat trick του Kenny Roberts με τους τίτλους από το 1978. Το 1984 ο επίσης Καλιφορνέζος Eddie Lawson πήγαινε για πρωτάθλημα όταν η Yamaha δημιούργησε την απόλυτη Race Developed μοτοσικλέτα δρόμου: την Yamaha RD 500LC. Όπως και το OW76 του Lawson είχε έναν υγρόψυκτο V4 κινητήρα, ουσιαστικά δύο RD 250LC με ενωμένα τα δύο κάτω μέρη τους.
    Το Yamaha RD 500LC είχε πλαίσιο από ατσάλινους σωλήνες τετράγωνης διατομής (το Yamaha RZV 500R που κυκλοφόρησε στην Ιαπωνική αγορά είχε αλουμινένιο πλαίσιο, όπως το αγωνιστικό), με οριζόντια τοποθετημένο monoshock και 16in τροχό εμπρός. Ο V4 απέδιδε 90hp, ζύγιζε μόλις 178kg στεγνός και έστριβε και σταματούσε εξαίρετα. Δεν είχε και πολύ ισχύ κάτω από τις 6.000rpm αλλά μετά ανέβαζε ουρλιάζοντας σε μια τελική ταχύτητα της τάξης των 220km/h. Έκαιγε πολύ, ήταν ακριβό και καθόλου πρακτικό για να κάνει και πολλές πωλήσεις αλλά ήταν συναρπαστικό στην οδήγηση και δεν έβλαψε καθόλου το image της Yamaha. Εξακολουθεί να είναι μια μοτοσικλέτα μεγάλου κύρους ακόμη και σήμερα.
    Ya500LC_43

    Οι τελευταίες πινελιές λίγα βήματα πριν το τέλος

    Το πιο προσγειωμένο Yamaha RD 350 διαφοροποιήθηκε το 1985 στο naked Yamaha RD 350N και το Yamaha RD 350F με το ολόσωμο φέριγνκ. Ηταν η τελευταία χρονιά για το δίχρονο μοντέλο στις ΗΠΑ, όπου οι ακόμη αυστηρότερες προδιαγραφές ρύπων δεν μπορούσαν να καλυφθούν.
    Αντίθετα στην Ευρώπη τα 350F2 και N2 της επόμενης χρονιάς είχαν αναβαθμισμένους κινητήρες με αλλαγμένους θαλάμους καύσης και νέες εξατμίσεις που τα βοήθησαν να αυξήσουν την ισχύ τους κατά 4hp στους 63hp στις 9.000rpm.
    Αυτό ήταν και το υψηλότερο νούμερο που έφτασαν τα Yamaha RD, αλλά δεν ήταν αρκετό για να συγκρατήσει τη νέα γενιά των πιο σύγχρονων και πιο λαμπερών δίχρονων 250αριών για πολύ. Η Yamaha παρουσίασε το 1987 το YamahaTZR 250 με αλουμινένιο πλαίσιο κι ένα χρόνο αργότερα το supermoto Yamaha TDR 250.
    Το 1988 σταμάτησε να παράγεται το Yamaha RD 350LC και αν και το μοντέλο με το φέρινγκ συνεχίστηκε, το 1991 η παραγωγή μετακόμισε στη Βραζιλία. Το νέο φέρινγκ με τον διπλό προβολέα δεν μπόρεσε να κρύψει ότι η ισχύς είχε πέσει στους 60hp λόγω αλλαγών στο καρμπιρατέρ, μειωμένη σχέση συμπίεσης και φιμωμένη εξάτμιση.
    Το Yamaha RD 350R σταμάτησε να παράγεται το 1996, ολοκληρώνοντας με εντυπωσιακή πορεία 22 ετών από το πρώτοYamaha RD 350 που εισέβαλε με το δίχρονο ουρλιαχτό του στη μοτοσικλετιστική σκηνή το 1973. Από τότε η ισχύς του δίχρονου κινητήρα αυξήθηκε κατά 50%, απέκτησε ανάρτηση μονού αμορτισέρ και φέρινγκ και τα Race Developedμοντέλα της Yamaha είχαν γίνει cult μοτοσικλέτες σε όλο τον κόσμο. Ολο αυτό το διάστημα, ο χαρακτήρας του δίχρονου και η άποψη ότι είναι το superbike του φτωχού δεν είχε αλλάξει πρακτικά ούτε στο ελάχιστο.

    Πηγή: mrbike.gr
    • Blogger Comments
    • Facebook Comments

    0 σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου

    Item Reviewed: Yamaha RD350F Rating: 5 Reviewed By: misterS
    Scroll to Top